Catch Η λάσπη Curated By Χρήστος Αρμάντο Γκέζος Textbook

on Η λάσπη

γραφή. Δυνατό λεξιλόγιο. Βιβίο για γερά νεύρα, που απαιτεί συγκέντρωση. Δυσκολεύομαι πολύ να γράψω κριτική για αυτό το βιβλίο Είναι από τ'αναγνώσματα που δεν τα διαβάζεις τα ζεις, τα αναπνέεις, τα ρουφάς, τ'αγαπάς και τα μισείς, σε διαβάζουν παρά τα διαβάζεις.
Ο λόγος του συγγραφέα είναι χειμαρρώδης, ασταμάτητος , γεμάτος καρφιά και θρύψαλα. Η ζωή του ήρωα, το πριν, το αβέβαιο μετά και το τώρα, πλεγμένα σχεδόν αξεδιάλυτα, χύνεται έξω από τις σελίδες και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αφεθείς να σε παρασύρει μέσα στα λασπωμένα νερά που όλως περιέργως είναι αρκετά διαυγή ώστε να δεις μέσα τους το είδωλο της δικής σου ζωής, αλλά περισσότερο της κοινωνίας στην οποία ζεις.
Κάποιες στιγμές ήθελα να σταματήσω να διαβάζω δεν άντεχα την ωμότητα του λόγου. Λίγες γραμμές πιο κάτω όμως θα έβρισκα ένα κομμάτι της δικής μου εμπειρίας γραμμένο με τον πιο παράδοξο και ιδανικό τρόπο και έτσι συνέχισα και συνέχισα και πριν το καταλάβω το διάβασα δυο φορές μονορούφι .
Θα το σύστηνα Δεν ξέρω. Ναι. Μάλλον. Σίγουρα. Σε καμία περίπτωση. Πόση ώρα αντέχεις να κοιτάξεις τον λασπωμένο, διαυγή χείμαρρο Πρωτη επαφη με τον Χρηστο Αρμαντο Γκεζο κ οφειλω να ομολογησω πως ειμαι εντυπωσιασμενη απο τη συγγραφικη του δεινοτητα. Ενα κλειστοφοβικο αφηγημα. Ενας ηρωας που βρισκεται σε απογνωση. Απο τις πρωτες σειρες διαπιστωνει κανεις το παραληρημα του. Σκορπιες σκεψεις ενα συνονθυλευμα συναισθηματων. Ενιωθα σε καθε γραμμη πως ο ηρωας "πνιγεται", θελει να φωναξει. Ειναι οντως ενα υπαρξιακο θριλερ! Μια Κολαση. Ωραίο.
επειδη χρωσταμε το κορμι μας στο θανατο, ξεχναμε να χαρουμε καταναλωνοντας το δανειο της ζωης κ. ο. κ. Μέσα από την εναλλαγή του εσωτερικού μονόλογου του ήρωα με τους πραγματικούς διαλόγους του με αγαπημένα πρόσωπα, ο συγγραφέας μας καλεί να αναλογιστούμε με τη σειρά μας όλες αυτές τις καταστάσεις που μας συμβαίνουν ή θα μπορούσαν να συμβούν. Περιγράφει τόσο έντονα την περίπλοκη ζωή μας που ίσως καταλήξει κανείς να πιστεύει στη ματαιότητά της ή αντίθετα την αξία της. Είναι στο χέρι μας. Οι κοινές αναφορές μου με τον συγγραφέα με καθιστούν αναξιόπιστο κριτή του συγκεκριμένου βιβλίου. Θέλω απλώς να εκφράσω τη ικανοποίηση και την ευγνωμοσύνη μου. updated κριτική

Μια δεύτερη σχεδόν σωματικά βιωμένη ανάγνωση της Λάσπης περίπου ένα χρόνο μετά την πρώτη,

Ο Σάντο είναι ένας άνθρωπος με σωματοποιημένες ψυχικές πληγές που ακροβατεί στο χείλος της αβύσσου και που μπορεί εκ πρώτης όψης να μοιάζει ακραίος και μηρεαλιστικός αλλά δεν είναι. Αυτό που τον διαφοροποιεί από το μέσο άνθρωπο είναι η διέξοδος που βρίσκει ή δεν βρίσκει. Πέρα από το λόγο του βιβλίου που παρασέρνει σαν χείμαρρος, την ακρίβεια της έκφρασης, την τοποθέτηση της σωστής λέξης στην κατάλληλη θέση και τις απροσδόκητες, άκρως παραστατικές εικόνες ασχέτως αν εγώ στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω τη βλακώδη ψευδαίσθηση ότι χιλιάδες λαίμαργα μάτια είναι καρφωμένα πάνω μου, μάτια με δόντια φυτρωμένα ανάμεσα στα βλέφαρα έτοιμα να τραγανίσουν το σκαρί μου σ., το βιβλίο αυτό με σημάδεψε γιατί στον Σάντο είδα φανερές κι απωθημένες πλευρές του εαυτού μου και κατάφερα να τον νιώσω τελικά.

Η Λάσπη δεν είναι η ιστορία ενός μεγαλοποιημένου μικρόκοσμου, αλλά ένα βιβλίο καυστικής κοινωνικής κριτικής και μια επώδυνη ανασκαφή στα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. Ελπίζω να διαβαστεί όπως και όσο του αξίζει. Η λάσπη ήταν ένα έντονο και βαρύ μυθιστόρημα, όσα διάβαζα με έκαναν να σκεφτώ κάποιες δικές μου καταστάσεις/γεγονότα. Ο τρόπος γραφής νομίζω βοηθάει στο να βυθιστεί ο αναγνώστης στον κόσμο του πρωταγωνιστή, να νιώσει στο έπακρο αυτά που βιώνει και νιώθει. Πιστεύω μία δεύτερη ανάγνωση θα μου έκανε πιο ξεκάθαρα κάποια πράγματα και πιο κατανοητά, σίγουρα θα το ξαναπιάσω στο μέλλον. Το "Η Λάσπη" είναι ένα βιβλίο που διάβασα
Catch Η λάσπη Curated By Χρήστος Αρμάντο Γκέζος Textbook
στα πλαίσια της προώθησης του book tour.
Θα ήθελα, αρχικά να ευχαριστήσω τον συγγραφέα και την Βιβή από το fancyowl, για την ευκαιρία που μου έδωσαν, και μου έστειλαν να διαβάσω αυτό το βιβλίο.
Είναι καταπληκτικά γραμμένο, με περιγραφές που σου σηκώνουν τις τρίχες κι έναν πρωταγωνιστή που δεν μασάει τα λόγια και τις σκέψεις του.
Ένας απογοητευμένος νέος, μια άσχημη Αθήνα, ένα όπλο και μια λίστα. Αυτοί είναι οι βασικοί χαρακτήρες μέσα σε αυτό το μυθιστόρημ. Ο συγγραφέας μέσα από τα μάτια του Αλέξανδρου μας δείχνει μια Αθήνα που ξέρουμε, αλλά πολλές φορές, θέλουμε να προσποιούμαστε πως δεν υπάρχει. Οι σκέψεις του πρωταγωνιστή, αν και χαοτικές για εκείνον, έχουν μια σειρά και μια οργάνωση και βοηθάνε τον αναγνώστη να καταλάβει τα γεγονότα του παρελθόντος και του παρόντος που τον έκαναν να πάρει την τελική του απόφαση. Ας ξεκινήσω από τον τίτλο. Φέρνω στο μυαλό μου έννοιες και εικόνες στις οποίες με παραπέμπει η λέξη λάσπη: κακοκαιρία, βάλτος, στεγανότητα με την έννοια του αδιαπέραστου, σκοτάδι, ασφυξία, βρομιά, ψέμα, θάνατος. Και πράγματι το πρώτο μυθιστόρημα του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου είναι ένα μείγμα όλων αυτών των συνειρμών. Το εντυπωσιακό είναι πως ένα τέτοιο μυθιστόρημα το έγραψε σε ηλικίαετών.

Εντυπωσιακό όχι μόνο γιατί δεν μπαίνει από πουθενά μια αχτίδα φωτός, αλλά και γιατί αποτελεί ρίσκο το να επιλέξεις να γράψεις χρησιμοποιώντας μακροπερίοδο λόγο, ξεχνώντας να βάλεις τελεία, χωρίς παραγράφους, χωρίς παύση, ιδιαίτερα αν πρόκειται για το πρώτο σου μυθιστόρημα. Αυτό το είδος γραψίματος χρειάζεται μια κάποια συγγραφική ωριμότητα. Φαίνεται όμως πως ο Γκέζος τη διέθετε αυτή την ωριμότητα από το πρώτο κιόλας μυθιστόρημά του, γράφοντας ένα κείμενο που σε παρασύρει σαν ορμητικό ρέμα και δεν σε νοιάζει καθόλου που δε σταματάς να πάρεις ανάσα. Δύσκολο αυτό το είδος αφήγησης, μα ο συγγραφέας της Λάσπης τα έχει καταφέρει θαυμάσια και προσωπικά δε με κούρασε ούτε στιγμή το μονοκόμματο κείμενο και το παραλήρημα κι ούτε βαρέθηκα, οι σελίδες γυρνούσαν και γυρνούσαν κι άντε λίγο ακόμα κι άντε λίγο ακόμα.

Και σε αυτό συνέτεινε φυσικά και η ναι μεν σκληρή, αλλά ρεαλιστική γλώσσα, το ειρωνικό ύφος για όλα τα στραβά της κοινωνίας και της ύπαρξής μας, ο καυστικός λόγος, η σωστή λέξη στην κατάλληλη θέση, κάτι για το οποίο εξομολογείται ότι μοχθεί πολύ Στην πεζογραφία, όπως και στην ποίηση, η αναζήτηση της μίας και μοναδικής λέξης, της κατάλληλης λέξης, θυμίζει πολλές φορές τη μεταφυσική αναζήτηση του άλλου μισού στα παραμύθια η λάθος λέξη, ή ακόμα και η σωστή λέξη λάθος τοποθετημένη, μπορεί να είναι το ένα επιπλέον απειροστό μικρογραμμάριο που επικάθεται σε μια λεπτή κατασκευή με αποτέλεσμα την παταγώδη της κατάρρευση. Για μια και μόνο λέξη, ή για ένα μικρό σύνολο με κέντρο αυτήν τη λέξη, μπορεί να χρειαστούν ώρες ανάγνωσης της πρότασης, ρυθμικών δοκιμών και νοηματικών πειραμάτων. Γι αυτόν κυρίως τον λόγο, όταν γράφω διηγήματα ή ποιήματα εξουθενώνομαι πολύ γρήγορα και αφήνω στην άκρη το κείμενο ή κάνω πολύ συχνά διαλείμματα. Στη Λάσπη όμως έφτασα κάποιες φορές να γράφωώρες τη μέρα. Άλλες μέρες γέμιζα δυο σελίδες, άλλες μερικές γραμμές κι αυτό φαίνεται στο τελικό κείμενο. Μέχρι να διαβάσω τη Λάσπη, την αίσθηση αυτή μου την είχε χαρίσει μόνο η γραφή της Καρυστιάνη, την αίσθηση ότι στη συγκεκριμένη αυτή θέση του κειμένου, μόνο αυτή η συγκεκριμένη λέξη ταιριάζει και καμία άλλη. Πόσο χαίρομαι λοιπόν που την ίδια αίσθηση μου δίνει και η γραφή ενός νέου συγγραφέα κι ακόμη, πόσο χαίρομαι που βλέπω δικές μου σκέψεις τυπωμένες στο χαρτί, να ουρλιάζουν μέσα στο κεφάλι του Αλέξανδρου.

Και ο Αλέξανδρος, ο Σάντο Από τη μία οικείος, από την άλλη απόμακρος, ανεξερεύνητος. Η αδερφή του τον κατηγορεί πως είναι σκληρός, παρτάκιας κι αναίσθητος. Έτσι είναι Η μήπως είναι τόσο πολύ φοβισμένος, τόσο πολύ ευαίσθητος που δεν μπορεί ν' αντέξει τη σκληρότητα του κόσμου, την αδικία, την έλλειψη νοήματος σε αυτόν Τόσο ευαίσθητος που ο κοινός νους να μην μπορεί να εκλάβει την αποστασιοποίησή του από τον κόσμο κι από τους ανθρώπους ως αποτέλεσμα αυτής της ευαισθησίας παρά ως αδιαφορία και κυνισμό Οι σκέψεις του μπερδεμένες, τον πάνε από δω κι από κει, οι συνειρμοί του τον ταξιδεύουν συνεχώς στο παρελθόν, παρελθόν και παρόν ανακατεύονται, οι δύο εαυτοί του συνδιαλέγονται, ο εσωτερικός μονόλογος γίνεται διάλογος λες και πρόκειται για δύο ξεχωριστά άτομα. Αποξενωμένος και αηδιασμένος λέει/σκέφτεται πράγματα τα οποία λίγο πολύ όλοι μας, άσχετα με τη φιλοσοφία ζωής μας, αν δηλαδή βλέπουμε το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο, έχουμε, αν όχι ξεστομίσει, τουλάχιστον σκεφτεί, εξάλλου ούτε κι ο Αλέξανδρος τα ξεστομίζει αυτά που σκέφτεται τις περισσόερες φορές, εμείς αφηνόμαστε να διαβάσουμε κάθε σκέψη του, ακόμη και τις πιο βαθιά κρυμμένες.

Ο Αλέξανδρος λοιπόν φαίνεται οικείος γιατί είναι όλα τα αρνητικά συναισθήματα που νιώθουμε καθημερινά μιλάω κυρίως για τον εαυτό μου αλλά φαντάζομαι υπάρχουν πολλοί σαν εμένα. Όλος ο αρνητισμός, η εκμηδένιση, η οργή, η αηδία, η απομάκρυνση, η γκρίνια, η μιζέρια, η ξινίλα, η ανικανότητα να μην αντιδράσουμε στα στραβά, σε ότι συμβαίνει δίπλα μας, έξω από την πόρτα του σπιτιού μας, η ανικανότητα να κάνουμε πως δεν είδαμε, δεν ακούσαμε, η ανικανότητα να προσποιηθούμε, να σκεφτούμε απλοϊκά, να είμαστε αυτό που θέλουν οι άλλοι να είμαστε, να αποδεχτούμε αδιαμαρτύρητα ένα ρόλο, μια ταμπέλα. Αλλά και η έλλειψη εμπιστοσύνης, η θλίψη, οι τοίχοι που υψώνουμε γύρω μας. Από την άλλη όλα αυτά είναι εξουθενωτικά. Υπάρχουν στιγμές που προσπαθούμε να τα αποτινάξουμε από πάνω μας και αφηνόμαστε να απολαύσουμε τα απλά πράγματα γιατί αυτά είναι που φέρνουν χαρά και γεμίζουν κάπως το κενό της ύπαρξής μας. Υπάρχουν στιγμές που σπουδαίοι άνθρωποι, όπως για παράδειγμα ο Ιάσωνας Αποστολόπουλος, μας εκπλήσσουν και μας κάνουν να πιστέψουμε και πάλι στην καλοσύνη, στην προσφορά χωρίς αντάλλαγμα. Οπότε μπορεί ο Αλέξανδρος να φαίνεται οικείος, μπορεί να προσπαθούμε να τον καταλάβουμε και να τον δικαιολογήσουμε, όμως από την άλλη νομίζω πως θέλουμε και να τον σώσουμε, νιώθουμε μια αγωνία γι' αυτόν, θέλουμε να βρει κάποιο νόημα που θα τον κρατήσει στη ζωή κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα θέλουμε να βρούμε εμείς ένα νόημα μήπως και σώσουμε τους εαυτούς μας.

Είναι μια πολύ ωραία έκθεση αυτή, μπράβο σου. Σχεδόν δεν φαίνεται πως δεν έχεις γεννηθεί εδώ. Τότε σκέφτηκες: σχεδόν. Τώρα σκέφτεσαι: ηλίθια, λες και ήξερα ποτέ μου άλλη γλώσσα.

Ίσως αν είχαν μείνει να είχαν ζήσει κι εκείνοι καλύτερα, να τρώνε το ψωμί τους και το λάδι τους και να κοιμούνται στο σπίτι τους που δεν θα το άφηναν να ρημάξει, θα είχαν το κλήμα στην αυλή και τις γκορτσιές λίγο πιο πέρα, τις προβατίνες και το γάλα τους, θα τους έλεγαν μόνο οι Αλβανοί Έλληνες κι όχι και οι Έλληνες Αλβανούς, . .